- συνθιασωτης
- συνθιασώτηςσυν-θιᾰσώτης-ου ὅ досл. соучастник вакхических празднеств, перен. сотоварищ, спутник
δύο ξυνθιασώτα τοῦ ληρεῖν Arph. — пара болтунов
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
δύο ξυνθιασώτα τοῦ ληρεῖν Arph. — пара болтунов
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
συνθιασώτης — partner in the masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθιασώτης — ο, ΝΑ, και θηλ. συνθιασώτρια Ν, και αττ. τ. ξυνθιασώτης Α νεοελλ. οπαδός τής ίδιας ιδεολογίας, ομόφρων («συνθιασώτης στο παγκόσμιο κίνημα ειρήνης») μσν. μτφ. αυτός που διαπράττει κάτι μαζί με κάποιον άλλο («τῆς δυσσεβείας... συνθιασῶται», Φώτ.)… … Dictionary of Greek
συνθιασῶτα — συνθιασώτης partner in the masc voc sg συνθιασώτης partner in the masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθιασῶται — συνθιασώτης partner in the masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθιασώτην — συνθιασώτης partner in the masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυνθιασώτα — συνθιασώτᾱ , συνθιασώτης partner in the masc nom/voc/acc dual συνθιασώτᾱ , συνθιασώτης partner in the masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθιασώτας — συνθιασώτᾱς , συνθιασώτης partner in the masc acc pl συνθιασώτᾱς , συνθιασώτης partner in the masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθιασωτεύω — Μ [συνθιασώτης] 1. συνθιασεύω* 2. (γενικά) συνδέομαι με κάποιον ή με κάτι άλλο … Dictionary of Greek